Ρινόκερος και ελέφαντας
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-618-5077-09-9
Οκτώ, Αθήνα, 12/2014
1η έκδ.
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
€ 11.94 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 20 εκ., 190 σελ.
Περιγραφή

Ένας ρινόκερος ταξιδεύει στην Πορτογαλία με προορισμό τη Ρώμη.Ένας ελέφαντας βρίσκει τον τελικό προορισμό του στη Ρώμη, ύστερα από μεγάλη περιπέτεια. Γίνεται το αγαπημένο κατοικίδιο του πάπα, ο έμπιστος φίλος του, ο θεραπευτής του.Όμως ο ίδιος δεν γιατρεύεται. Παραμένει αλυσοδεμένος, ακινητοποιημένος και μόνος.Ένας ρινόκερος και ένας ελέφαντας γίνονται πρόσωπα με συναισθήματα.Επικοινωνούν μεταξύ τους και εκφράζονται, καθένας με τον δικό του τρόπο.Την ιστορία τους θα την αφηγηθεί εκείνος σ’ Εκείνη, δείχνοντας πώς οι συμπτώσεις ενός ταξιδιού μπορούν να δώσουν καινούργιο νόημα στη ζωή. Ή να επιβεβαιώσουν το παλιό.

Ένα ταξίδι στη Λισαβόνα ως ανάγκη επαναπροσδιορισμού της σχέσης του μ` Εκείνη. Ο ήρωας ανακαλύπτει στον πύργο του Μπελέμ το κεφάλι ενός ρινόκερου ν` ατενίζει τα νερά του Τάγου. Γυρνώντας στην Αθήνα αφηγείται την ιστορία του. Ο ρινόκερος έφτασε στη Λισαβόνα πριν από πεντακόσια χρόνια, όταν ο Ινδός βασιλιάς τον χαρίζει στους Πορτογάλους, περιλαμβάνοντάς τον στα δώρα που ανταλλάχτηκαν ως επισφράγισμα της μεταξύ τους φιλίας. Ο ρινόκερος αποστέλλεται στον βασιλιά Μανουήλ της Πορτογαλίας, ο οποίος τον υποδέχεται με δόξα και τιμές. Ωστόσο αργότερα αποφασίζει ότι δεν του είναι τελικά χρήσιμος και τον στέλνει ως δώρο με τη σειρά του στον πάπα Λέοντα Ι΄. Δυστυχώς το πλοίο που μεταφέρει το ρινόκερο ναυαγεί. Ο πάπας απογοητεύεται πολύ καθώς προσδοκούσε ότι ο ρινόκερος αφενός θα εμπλούτιζε την ξακουστή συλλογή του από εξωτικά ζώα, αφετέρου θα χρησίμευε για παρέα στον ελέφαντα που ήδη διατηρούσε στην αυλή του. Ο ελέφαντας του πάπα, ο Χάνο, ήταν διάσημος για τις κινησιολογικές του επιδόσεις αλλά και για τις επικοινωνιακές του δεξιότητες. Δεν ήταν μόνο το αγαπημένο κατοικίδιο του πάπα, μα και ο καλύτερός του φίλος. Η μοναδική τους σχέση ξεπερνούσε τα συνήθη δεδομένα της σχέσης ανθρώπου και ζώου. Ο Χάνο του ήταν απαραίτητος. Ώσπου ο Χάνο αρρώστησε βαριά. Και κανείς γιατρός δεν μπόρεσε να τον γιατρέψει, όσο κι αν προσπάθησε. Ο θάνατος του Χάνο βύθισε σε βαρύ πένθος τον πάπα. Ήταν ένα γεγονός αξιομνημόνευτο για τη Ρώμη και το λαό της. Και μετά από σύντομο χρονικό διάστημα ο πάπας αρρώστησε θανάσιμα κι εκείνος. Η ιστορία του ρινόκερου και του ελέφαντα θύμισε στον ήρωα τη δική του ιστορία, όπου πρωταγωνίστρια ήταν Εκείνη. Εκείνη, για την οποία έγραψε την ιστορία και στην οποία την αφιέρωσε. Η αγάπη που έρχεται ξαφνικά, τα συναισθήματα που ξυπνούν έναν παιδικό εαυτό, η προσμονή και η ματαίωση, το ανεκπλήρωτο, η περιπλάνηση στον χώρο και τον χρόνο και η αναζήτηση του Εαυτού μέσα από τον Άλλον με καμβά την Πορτογαλία της εποχής των Ανακαλύψεων.

[Πηγή http://www.okto.com.gr/]

(απόσπαμα από το βιβλίο)
Εκτός όμως από τον μαχούτ, είχε κι άλλο συνοδοιπόρο. Σ’ όλο το ταξίδι ο ρινόκερος είχε παρέα ένα άλμπατρος. Τις μέρες που είχε άνεμο, που ήταν το απαραίτητο καύσιμο για τα μακρινά ταξίδια του, το άλμπατρος πετούσε από πάνω του, διαμορφώνοντας με τα φτερά του κάτι σαν φορητή τέντα, που τον προστάτευε από τις επιθέσεις του ήλιου του μεσημεριού. Πού και πού βουτούσε για κανένα ψάρι ή καλαμάρι και συνέχιζε το ταξίδι του. Ο ρινόκερος τον παρακολουθούσε. Του άρεσε που τον ακολουθούσε. Εκείνον ακολουθούσε, όχι το πλοίο, αφού πετούσε από πάνω του, σαν να τον προστάτευσε. Τις μέρες που κόπαζε ο άνεμος και το άλμπατρος χανόταν, ο ρινόκερος τον έψαχνε στον ορίζοντα. Εμφανιζόταν λίγες μέρες μετά, από το πουθενά, κι ερχόταν να σκεπάσει πάλι τον ρινόκερο με τα φτερά του. Κι έτσι συνεχίστηκε το ταξίδι, με τον ρινόκερο να προσδοκά την εμφάνιση του ιπτάμενου φίλου του. 
       Όταν οι φουρτούνες και οι δυσκολίες και η κούραση ξεπεράστηκαν, οι μέρες του ταξιδιού ροκανίστηκαν και το πλοίο έφτασε έπειτα από 100 μέρες επιτέλους στον προορισμό του και έδεσε κάπου στο Μπελέμ, κανείς δεν το πίστευε. Εκείνο το πάτημα της γης έμοιαζε πρωτόγνωρο για όλους. Ήταν το πάτημα της γης της πατρίδας. Πρωτόγνωρα έμοιαζαν και τα βήματα χωρίς οχτάρια και κουνήματα στο στέρεο έδαφος. Ούτε κι ο ρινόκερος το πίστευε. Μόλις το καράβι έδεσε τα σκοινιά του στους πασσάλους της ακτής κι άνοιξε η μπουκαπόρτα κι όλοι πάτησαν χώμα κι όχι πια κατάστρωμα, κι όχι οποιοδήποτε χώμα, αλλά το χώμα του τελικού προορισμού, όταν τον έλυσαν από τις πολλές αλυσίδες που τον κρατούσαν τόσες μέρες ακινητοποιημένο και τον τράβηξαν έξω από το πλοίο, όταν περπάτησε και πάλι, θυμήθηκε τι θα πει ελευθερία, τι θα πει χαρά, τι θα πει ζωή. Φαινόταν ότι η ταλαιπωρία είχε τελειώσει και ότι η δική του ελευθερία, που δεν σήμαινε απουσία δεσμών αλλά δραστική μείωσή τους και μαζί κατάργηση της μόνιμης καθήλωσής του, είχε κατακτηθεί πλέον οριστικά, ότι δεν επρόκειτο για άλλο ένα διάλειμμα από τη σκλαβιά.
      Τα συναισθήματα ήταν πρωτόγνωρα: ανακούφιση κι ενθουσιασμός, γιατί έφτασε στον προορισμό, που, βέβαια, άλλοι του είχαν ορίσει, γιατί είχε πατήσει το πόδι του σε μια νέα χώρα, σε μια νέα ήπειρο, με διαφορετικό κλίμα, με διαφορετικά δέντρα, με διαφορετικά κτίρια, με διαφορετικούς ανθρώπους, που έμοιαζαν ίδιοι, αλλά ήταν διαφορετικοί, ανακούφιση για το τέλος της ταλαιπωρίας, έκπληξη, για όλα τα καινούργια που συναντούσε και, επιπλέον, για το συγκεντρωμένο πλήθος και τις αντιδράσεις του. Γιατί στους κατοίκους της Λισαβόνας είχε διαρρεύσει η πληροφορία της άφιξης του πλοίου με τον ρινόκερο κι όλοι σχεδόν είχαν τρέξει στην ακτή του Μπελέμ εκείνο το πρωί, κοντά στον πύργο που είχε αρχίσει να οικοδομεί ο Μανουήλ, αδημονώντας για τον ερχομό του. Για να αντικρίσουν το μοναδικό θέαμα ενός παχύδερμου φοβερού και τρομερού, που όμοιό του δεν είχαν ξαναντικρίσει και που ποιος ξέρει αν θα είχαν ξανά την ευκαιρία να το αντικρίσουν σύντομα.
Τη θλίψη θα την ένιωθε μετά.

[Πηγή http://www.okto.com.gr/]

(απόσπαμα από το βιβλίο)
Εκτός όμως από τον μαχούτ, είχε κι άλλο συνοδοιπόρο. Σ’ όλο το ταξίδι ο ρινόκερος είχε παρέα ένα άλμπατρος. Τις μέρες που είχε άνεμο, που ήταν το απαραίτητο καύσιμο για τα μακρινά ταξίδια του, το άλμπατρος πετούσε από πάνω του, διαμορφώνοντας με τα φτερά του κάτι σαν φορητή τέντα, που τον προστάτευε από τις επιθέσεις του ήλιου του μεσημεριού. Πού και πού βουτούσε για κανένα ψάρι ή καλαμάρι και συνέχιζε το ταξίδι του. Ο ρινόκερος τον παρακολουθούσε. Του άρεσε που τον ακολουθούσε. Εκείνον ακολουθούσε, όχι το πλοίο, αφού πετούσε από πάνω του, σαν να τον προστάτευσε. Τις μέρες που κόπαζε ο άνεμος και το άλμπατρος χανόταν, ο ρινόκερος τον έψαχνε στον ορίζοντα. Εμφανιζόταν λίγες μέρες μετά, από το πουθενά, κι ερχόταν να σκεπάσει πάλι τον ρινόκερο με τα φτερά του. Κι έτσι συνεχίστηκε το ταξίδι, με τον ρινόκερο να προσδοκά την εμφάνιση του ιπτάμενου φίλου του. 
       Όταν οι φουρτούνες και οι δυσκολίες και η κούραση ξεπεράστηκαν, οι μέρες του ταξιδιού ροκανίστηκαν και το πλοίο έφτασε έπειτα από 100 μέρες επιτέλους στον προορισμό του και έδεσε κάπου στο Μπελέμ, κανείς δεν το πίστευε. Εκείνο το πάτημα της γης έμοιαζε πρωτόγνωρο για όλους. Ήταν το πάτημα της γης της πατρίδας. Πρωτόγνωρα έμοιαζαν και τα βήματα χωρίς οχτάρια και κουνήματα στο στέρεο έδαφος. Ούτε κι ο ρινόκερος το πίστευε. Μόλις το καράβι έδεσε τα σκοινιά του στους πασσάλους της ακτής κι άνοιξε η μπουκαπόρτα κι όλοι πάτησαν χώμα κι όχι πια κατάστρωμα, κι όχι οποιοδήποτε χώμα, αλλά το χώμα του τελικού προορισμού, όταν τον έλυσαν από τις πολλές αλυσίδες που τον κρατούσαν τόσες μέρες ακινητοποιημένο και τον τράβηξαν έξω από το πλοίο, όταν περπάτησε και πάλι, θυμήθηκε τι θα πει ελευθερία, τι θα πει χαρά, τι θα πει ζωή. Φαινόταν ότι η ταλαιπωρία είχε τελειώσει και ότι η δική του ελευθερία, που δεν σήμαινε απουσία δεσμών αλλά δραστική μείωσή τους και μαζί κατάργηση της μόνιμης καθήλωσής του, είχε κατακτηθεί πλέον οριστικά, ότι δεν επρόκειτο για άλλο ένα διάλειμμα από τη σκλαβιά.
      Τα συναισθήματα ήταν πρωτόγνωρα: ανακούφιση κι ενθουσιασμός, γιατί έφτασε στον προορισμό, που, βέβαια, άλλοι του είχαν ορίσει, γιατί είχε πατήσει το πόδι του σε μια νέα χώρα, σε μια νέα ήπειρο, με διαφορετικό κλίμα, με διαφορετικά δέντρα, με διαφορετικά κτίρια, με διαφορετικούς ανθρώπους, που έμοιαζαν ίδιοι, αλλά ήταν διαφορετικοί, ανακούφιση για το τέλος της ταλαιπωρίας, έκπληξη, για όλα τα καινούργια που συναντούσε και, επιπλέον, για το συγκεντρωμένο πλήθος και τις αντιδράσεις του. Γιατί στους κατοίκους της Λισαβόνας είχε διαρρεύσει η πληροφορία της άφιξης του πλοίου με τον ρινόκερο κι όλοι σχεδόν είχαν τρέξει στην ακτή του Μπελέμ εκείνο το πρωί, κοντά στον πύργο που είχε αρχίσει να οικοδομεί ο Μανουήλ, αδημονώντας για τον ερχομό του. Για να αντικρίσουν το μοναδικό θέαμα ενός παχύδερμου φοβερού και τρομερού, που όμοιό του δεν είχαν ξαναντικρίσει και που ποιος ξέρει αν θα είχαν ξανά την ευκαιρία να το αντικρίσουν σύντομα.
Τη θλίψη θα την ένιωθε μετά.

[Πηγή http://www.okto.com.gr/]


Add: 2015-03-24 11:21:31 - Upd: 2020-04-06 09:31:03