Ακόμα φεύγει
Κυκλοφορεί
ISBN: 978-960-435-452-8
Πόλις, Αθήνα, 10/2014
1η έκδ. || Νέα
Γλώσσα: Ελληνική, Νέα
€ 16.00 (περ. ΦΠΑ 6%)
Βιβλίο, Χαρτόδετο
14 x 21 εκ., 264 σελ.
Περιγραφή

Ο Γιώργος, εικοσάχρονος φοιτητής του Πολυτεχνείου, δικάστηκε ως ύποπτος συμμετοχής σε τρομοκρατική οργάνωση και αθωώθηκε λόγω αμφιβολιών. Ύστερα εξαφανίστηκε από το σπίτι.
Και τότε κόπηκε η ζωή και ο καιρός στα δυο. Απών ο πρωταγωνιστής, παρόντες οι γονείς του, να σκαλίζουν τις πληγές τους, να αναζητούν αιτίες και ευθύνες, να αγριεύουν με τους άλλους και με τον εαυτό τους για να αντέξουν την αγριότητα. Ο πατέρας: «Το να μην ξέρω πού είσαι τόσον καιρό... Άσ’ το, αυτό δεν είναι δύσκολο. Δεν θα σου πω τι είναι. Είναι θάνατος». Η μητέρα: «Να γινόταν ένα θαύμα, να ξεγελιόταν ο χρόνος και να γύριζαν όλα τα πίσω-μπρος. Να είχε μια δεύτερη ευκαιρία»…

Η Ευγενία Μπογιάνου αφήνει τους ήρωές της να εναλλάσσονται στην αφήγηση, να ανατρέχουν στο παρελθόν, να διαλέγονται και να μονολογούν, να κυνηγούν το νόημα που τους διαφεύγει. Στον μικρόκοσμό τους, όπου κυριαρχούν το προσωπικό και το ιδιωτικό, καθρεφτίζει το πρόσωπό της μια κοινωνία δίχως έρμα και μένουν ανοιχτά τα ερωτήματα για τη φτώχεια των ονείρων και των οραμάτων, για τη δυνατότητα επικοινωνίας και για την ευθύνη απέναντι στον εαυτό μας και στους άλλους.

Άπαντες απόντες, του Κώστα Αγοραστού, Bookpress, 12/11/2014

Δεν είμαι στο σωστό μέρος. Η θέση μου δεν είναι εδώ. Δεν θα έπρεπε να είμαι εδώ. Δεν είναι η σωστή θέση αυτή.
Το απίστευτο συνέβη ξαφνικά. Πάντα έτσι δεν γίνεται;
Και γιατί απίστευτο; Σιγά τ’ αυγά. Υπάκουσα στη μοίρα μου. Όπως κάνουν όλοι.
Η μυρωδιά. Μυρωδιά λουλουδιών. Σάπισαν; Πότε πρόλαβαν και σάπισαν; Δεν με γελά η μύτη μου. Πόσα λουλούδια. Τι ασυλλόγιστη σπατάλη.
Ανυπόφορη μυρωδιά.
Πότε πρόλαβαν και σάπισαν; Τα λουλούδια σάπισαν ή εγώ; Δεν είναι δυνατόν να μυρίζω τη μυρωδιά του σώματός μου. Όχι, δεν είμαι εγώ. Είναι αυτά. Τα λουλούδια. Αλλά πάλι…
Δεν θέλω να το σκεφτώ άλλο. Το βγάζω από το μυαλό μου.
Επικεντρώνω την προσοχή μου στα μέλη μου. Στα μέλη του σώματός μου. Αυτά που μέχρι πρότινος ήταν το σώμα μου. Δηλαδή εγώ.
Επικεντρώνω την προσοχή μου σε μένα.

Τα μέλη μου. Μουδιασμένα. Δεν μπορώ να τα κουνήσω. Προσπαθώ να τα κουνήσω. Κι αυτά τίποτα. Τίποτα. Δεν με πονάνε. Δεν είναι πόνος αυτό. Αυτό είναι το τίποτα. Δεν υπάρχουν. Δεν έχω μέλη. Έχω την πεποίθηση τώρα πως μου έχουν κλέψει τα μέλη. Τα χέρια μου, τα πόδια μου, κάναν φτερά. Μα ποιος να ορέχτηκε τα άχρηστα, τα κουρασμένα μέλη μου; Ποτέ δεν θα φανταζόμουν πως άξιζαν κάτι. Ε, για μένα ήταν κάτι. Επάνω τους στηριζόμουνα. Ποιος άλλος όμως να τα ζήλεψε και γιατί;
Ακόμη κι εκεί, ανάμεσα απ’ τα πόδια μου υπάρχει κενό. Με λήστεψαν. Μου έκλεψαν ό,τι είχα. Με ταπείνωσαν αφήνοντας στη θέση του αντρισμού μου – αυτός στο κάτω κάτω ήταν ό,τι είχα – ένα μαύρο κενό.
Μαύρο, γαμημένο κενό.
Μαύρο, παντού μαύρο γύρω μου.

Δεν μπορώ να τη διακρίνω καλά. Θαρρώ πως είναι αυτή όμως. Αγνώριστη. Μεγαλωμένη. Τι της έκανα; Πρόσωπο πρησμένο. Η επιδερμίδα λιπαρή και άγρια. Από τα χείλη της κρέμονται ξεραμένες πέτσες. Όχι, δεν θέλω να την αγγίξω. Καλύτερα να την κοιτάζω μόνο. Ακόμη κι αυτό είναι οδυνηρό. Γιατί είναι αυτή και δεν είναι. Δεν ξέρω πάλι. Μπορεί εγώ να κάνω λάθος. Μπορεί εγώ να μην μπορώ να τη δω. Δεν με κατηγορούσε γι’ αυτό παλιότερα; Δεν μπορείς να δεις κανέναν. Έτσι έλεγε. Ίσως πάλι να φταίει το ημίφως. Ποιο ημίφως; Είναι σκοτεινό αυτό το δωμάτιο. Ανάψτε το φως. Ρίξτε λίγο φως στις σκιές. Με πιάνει το σκοτάδι και με πνίγει. Μέγγενη, με πιάνει και με συντρίβει.
Αγριεμένη είναι. Και τα μάτια της. Δύο κουμπότρυπες. Ίσα που τα διακρίνω. Είναι πιο μικρά από όσο τα θυμάμαι. Μικρά, θολά και κόκκινα. Κόκκινα σαν να έκλαιγε με τις ώρες. Έκλαιγε; Ποιον έκλαιγε; Εμένα;

Δεν έκλαψε για μένα σε όλη της τη ζωή. Τώρα γιατί; Τι την έκανε να αλλάξει τώρα; Η οριζόντια στάση μου; Ή το μέτωπό μου που είναι κρύο σαν πέτρα που δεν την είδε ποτέ ο ήλιος; Ή μήπως τα μέλη μου που πέταξαν μακριά; Που έκαναν φτερά και με άφησαν έτσι, μια σκέτη φωνή που κι αυτή αμφιβάλλω αν την ακούει κανείς.
Σκύβει από πάνω μου, πού και πού με αγγίζει. Από τα χείλη της βγαίνει ένας ήχος. Μόλις που ακούγεται. Μ’ αρέσει αυτός ο ήχος. Δεν ξέρω αν μ’ αρέσει ακριβώς. Πάντως δεν θέλω να σταματήσει. Είναι ο ήχος που δίνει τον τόνο του πόνου. Μοιρολόι. Ένα μοιρολόι τόσο παλιό, τόσο φάλτσο.
Με αγγίζει. Ένα χάδι που δεν μου προξενεί καμία αίσθηση. Δεν το νιώθω καν. Το φαντάζομαι. Χάδι πρέπει να είναι, λέω. Βλέπω την κίνηση του χεριού της και τη μεταφράζω. Σηκώνει το χέρι, τεντώνει τα δάχτυλα, μια πάνω, μια κάτω, λίγο αριστερά, σταματά, λίγο δεξιά. Αυτό είναι: ένα χάδι. Ολοδικό μου. Κι ας μην το νιώθω.
Νομίζω πως δεν μπορώ να νιώσω τίποτα πια. Καλύτερα έτσι.

Το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι να ένιωσα είναι ο πόνος από το χτύπημα. Η βουτιά κι αμέσως μετά η σουβλιά στο μέτωπο. Πού βρέθηκε εδώ αυτή η γωνία; Αυτό σκέφτηκα. Το μόνο πράγμα που σκέφτηκα. Λες κι αυτή ήταν η μεγαλύτερη ατυχία που μπορούσε να μου συμβεί: να βρεθεί ξαφνικά μπροστά μου, απροειδοποίητα κι εντελώς αναίτια, μια γωνία που πήγε και καρφώθηκε στο μέτωπό μου. Πρόλαβα να δω και το αίμα που έτρεξε. Μια πορφυρή κουρτίνα μπροστά στα μάτια μου. Την κατέβασε κάποιος απότομα και μου έκλεψε το φως.
Δεν με τελείωσε το χτύπημα. Μπορεί να με αποτελείωσε μια ώρα αρχύτερα, αλλά θα τελείωνα έτσι κι αλλιώς.
Ήμουν μια τελειωμένη υπόθεση. Έτσι είπαν. Αυτή ήταν η ετυμηγορία. Και το επιβεβαιώνω κι εγώ.
Ήμουν μια τελειωμένη υπόθεση. Πολύ πριν η γωνία καρφωθεί στο μέτωπό μου.


Add: 2014-10-30 07:30:43 - Upd: 2023-05-16 12:19:35